-
1 квалификация
-
2 специальность
-
3 major
['mei‹ə] 1. adjective(great, or greater, in size, importance etc: major and minor roads; a major discovery.) μείζων,σημαντικότερος/πολύ σημαντικός2. noun1) ((often abbreviated to Maj. when written) the rank next below lieutenant-colonel.) ταγματάρχης2) ((American) the subject in which you specialize at college or university: a major in physics; Her major is psychology.) ειδίκευση3. verb((with in) (American) to study a certain subject in which you specialize at college or university: She is majoring in philosophy.) κάνω ειδίκευση- majority- major-general
- the age of majority -
4 квалификация
1. (уровень профессиональной подготовки) η επαγγελματική κατάρτιση, η ειδίκευση, η ειδικότητα 2. (официально присваиваемый разряд или категория) η επίσημη κατηγορία, η κλάση (σχετική με το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квалификация
-
5 переквалифицировать
αλλάζω ειδίκευσημετεκπαιδεύω, -ся μετεκπαιδεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переквалифицировать
-
6 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
7 специализация
η ειδίκευση, η εξειδίκευση, η ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специализация
-
8 квалификация
квалифи||ка́цияж ἡ είδικότητα [-ης], ἡ είδίκευση [-ις].· повышение \квалификациякации ἡ τελειοποίηση στήν είδικότητα. -
9 низкий
ни́зк||ийприл1. (невысокий) χαμηλός:\низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:\низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά. -
10 специализация
специализацияж ἡ είδίκευση [-ις]. -
11 специальность
специальн||остьж ἡ εἰδικότητα [-ης], ἡ εἰδίκευση [-ις]. -
12 honours
1) ((sometimes with capital: sometimes abbreviated to Hons when written) a degree awarded by universities, colleges etc to students who achieve good results in their final degree examinations, or who carry out specialized study or research; the course of study leading to the awarding of such a degree: He got First Class Honours in French; ( also adjective) an honours degree, (American) an honors course.) πτυχίο με άριστα/πτύχιο με ειδίκευση2) (ceremony, when given as a mark of respect: The dead soldiers were buried with full military honours.) τιμές,απόδοση τιμών -
13 skilled
1) ((of a person etc) having skill, especially skill gained by training: a skilled craftsman; She is skilled at all types of dressmaking.) ειδικευμένος,έμπειρος2) ((of a job etc) requiring skill: a skilled trade.) ειδικευμένος,που απαιτεί ειδίκευση -
14 specialisation
noun ειδίκευση -
15 specialization
noun ειδίκευση -
16 специализация
[σπιτσυαλιζάτσυγια] ουσ. θ. ειδίκευση -
17 специализация
[σπιτσυαλιζάτσυγια] ουσ θ ειδίκευση -
18 квалификация
-и θ.1. καθορισμός ποιότητας, αζίας• χαρακτηρισμός.2. ειδίκευση, ειδικότητα•повышение -и ανέβασμα της ειδικότητας•
иметь высокую -ю έχω υψηλή κατάρτιση•
приобрести -ю токаря αποχτώ την ειδικότητα του τορναδόρου.
-
19 квалифицированный
επ. από μτχ.ειδικευμένος•-ые кадры ειδικευμένα στελέχη.
|| που απαιτεί ειδίκευση•квалифицированный труд ειδικευμένη εργασία.
-
20 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ειδίκευση — η 1. περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή («ειδίκευση τής θεωρίας») 2. ειδική απασχόληση σ έναν κλάδο τής επιστήμης («πήγε στο Παρίσι για ειδίκευση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδίκευσις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
ειδίκευση — η 1. ο περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή, η μερίκευση: Ειδίκευση της έρευνας. 2. απασχόληση ή επίδοση σε ειδικό κλάδο επιστήμης ή τέχνης, η απόκτηση ειδικών γνώσεων: Πήγε στην Ευρώπη για ειδίκευση στην αιματολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek